θέσκελος

θέσκελος
θέσκελος, ον, [dialect] Ep. Adj. perh.
A set in motion by God ([etym.] κέλλω), and so marvellous, wondrous, always of things, θ. ἔργα deeds or works of wonder, Il.3.130, Od.11.610;

θέσκελα εἰδώς Call.

Fr.anon.385: neut. Adv., ἔϊκτο δὲ θέσκελον αὐτῷ it was wondrous like him, Il.23.107; prob. taken by later poets as,= God-inspired ([etym.] κελεύω)

, θ. Ἑρμῆς Coluth.126

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θέσκελος — θέσκελος, ον (Α) 1. αυτός που κινείται από τον θεό, που εμπνέεται από τον θεό 2. αυτός που τελείται από θεό, θαυμαστός, υπεράνθρωπος («θέσκελα ἔργα ἴδηαι», Ομ. Ιλ.). επίρρ... θεσκέλως (Α) με θαυμαστό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. επικό… …   Dictionary of Greek

  • θέσκελος — set in motion by God masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσκέλως — θέσκελος set in motion by God adverbial θέσκελος set in motion by God masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσκελον — θέσκελος set in motion by God masc/fem acc sg θέσκελος set in motion by God neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεσκέλῳ — θέσκελος set in motion by God masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσκελα — θέσκελος set in motion by God neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσκελε — θέσκελος set in motion by God masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέσκελ' — θέσκελα , θέσκελος set in motion by God neut nom/voc/acc pl θέσκελε , θέσκελος set in motion by God masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”